Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ο πρόεδρος τού δικαστηρίου

См. также в других словарях:

  • πρόεδρος — ο 1. προϊστάμενος συνεδρίας ή εργασιών οργανωμένης ομάδας ανθρώπων: Πρόεδρος του δικαστηρίου της Βουλής. 2. ανώτατος άρχοντας πολιτείας, κοινότητας κτλ.: Πρόεδρος της δημοκρατίας. – Πρόεδρος της κοινότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόεδρος — ο, η / πρόεδρος, ον, ΝΜΑ θηλ. και προεδρίνα Ν άτομο που προΐσταται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα (α. «πρόεδρος σωματείου» β. «πρόεδρος τής Βουλής» γ. «τοὺς προέδρους οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν», επιγρ.) νεοελλ. 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • ακροαματική διαδικασία — Νομικός όρος που κατά τις σύγχρονες δημοκρατικές αντιλήψεις, τείνει να πάρει τη θέση του όρου δίκη. Σημαίνει τη διερεύνηση μιας δικαστικής υπόθεσης, κυρίως ποινικής, από το αρμόδιο δικαστήριο, μπροστά στο κοινό, που ονομάζεται ακροατήριο (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Κασέν, Ρενέ — (René Cassin, Μπαγιόν 1887 – Παρίσι 1976). Γάλλος νομικός. Το 1908 έλαβε ταυτόχρονα πτυχία στις ανθρωπιστικές επιστήμες και στα νομικά από το πανεπιστήμιο του Εξ αν Προβάνς. Το 1914 ολοκλήρωσε τις ακαδημαϊκές σπουδές του με διδακτορικό τίτλο στις …   Dictionary of Greek

  • ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… …   Dictionary of Greek

  • ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης …   Dictionary of Greek

  • Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… …   Dictionary of Greek

  • Τερτσέτης, Γεώργιος — (Ζάκυνθος 1800 – Αθήνα 1874). Λόγιος, αγωνιστής της Επανάστασης, ποιητής και δικαστής. Μετά την εγκύκλια παιδεία του στη Ζάκυνθο σπούδασε νομικά στο Μιλάνο και στην Παβία (1816 20). Εκεί δέχτηκε την επίδραση όχι μόνο των μεγάλων ρομαντικών… …   Dictionary of Greek

  • σταυλάρχης — Ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος. Την εποχή των Φράγκων, ήταν αρχικά ένας κοινός υπηρέτης της αυλής. Στα χρόνια των Καπέτων ο ρόλος του ενισχύθηκε και αποτελούσε έναν από τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του βασιλείου. Εκείνη την εποχή και οι… …   Dictionary of Greek

  • Κονταρίνι — (Contarini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών από τη Βενετία. 1. Αλβίζε (Alvise, 17ος αι.). Δόγης της Βενετίας (1676 84). Στην προσπάθειά του να εξαλείψει τα ίχνη του πολέμου εναντίον της Τουρκίας στην Κρήτη, φρόντισε να αποφύγει τις συγκρούσεις.… …   Dictionary of Greek

  • Κόνιεφ, Ιβάν Στεπάνοβιτς — (Ivan Stepanovich Koniev, 1897 – 1973). Ρώσος στρατάρχης. Υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της ρωσικής στρατιωτικής ηγεσίας στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Στη διάρκεια της Ρωσικής επανάστασης ο Κ. συντάχθηκε με τους μπολσεβίκους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»